- κρεβατοκάμαρα
- ηυπνοδωμάτιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρεβατοκάμαρα — η υπνοδωμάτιο … Dictionary of Greek
κάμαρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Σαντορίνης Εμμανουήλ Λιγνού — Το Λαογραφικό Μουσείο Σαντορίνης ιδρύθηκε το 1974 από το δικηγόρο και δημοσιογράφο Εμμανουήλ Α. Λιγνό. Η συλλογή του στεγάζεται σε ένα υπόσκαφο σπίτι που χτίστηκε το 1861. Τα αντικείμενα που αποτελούν αυτή τη συλλογή εκτίθενται στους έξι… … Dictionary of Greek
κοιτώνας — ο (AM κοιτών, ῶνος) υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα αρχ. 1. τάφος 2. δωμάτιο στο οποίο διέμεναν τα παιδιά με τις τροφούς, παιδοτροφείο 3. θησαυροφυλάκιο 4. αποβάθρα 5. φρ. α) «ὁ ἐπί (τοῡ) κοιτῶνος» ή «ὁ περὶ τὸν κοιτῶνα» ο θαλαμηπόλος β) «ἐν κοιτῶνι… … Dictionary of Greek
κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… … Dictionary of Greek
υπνοδωμάτιο — το, Ν δωμάτιο που χρησιμοποιείται κυρίως για ύπνο, κρεβατοκάμαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + δωμάτιο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπνοδωμάτιον, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αυτοκρατορίας, στιλ — Αισθητικό ρεύμα των αρχών του 19ου αι. Το σ.α. εμφανίζεται στη Γαλλία την εποχή των μεγάλων νικών του Ναπολέοντα και αντιστοιχεί χρονολογικά στη δεκαετία της πολιτικής του ακμής (1802 12). Νεοκλασικό στη βάση του, το στιλ αυτό επικρατεί στις… … Dictionary of Greek
Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… … Dictionary of Greek
Βλαντί, Μαρίνα — (Marina Vlady, Γαλλία 1938 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Μαρίνα ντε Πολιάκοφ Μπαϊντάροφ. Ξεκίνησε την καριέρα της στον κινηματογράφο ως παιδί θαύμα και στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 ήταν ήδη μεγάλη σταρ. Γύρισε… … Dictionary of Greek
Έλβα — (Elba). Νησί (223 τ. χλμ., περ. 35.000 κάτ.) της Ιταλίας. Βρίσκεται στο βόρειο Τυρρηνικό πέλαγος, μεταξύ Κορσικής και Τοσκάνης, από την οποία απέχει περίπου 10 χλμ. και από την οποία χωρίζεται με το στενό του Πιομπίνο. Διοικητικά ανήκει στην… … Dictionary of Greek